-
1 ευλογία
[эвлогиа] ουσ. Θ. благословение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευλογία
-
2 ευλογιά
[эвлогиа] ουσ. Θ. оспаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευλογιά
-
3 оспа
о́сп||аж ἡ εὐλογία, ἡ εὐλογιά, ἡ βλο-γιά:ветряная \оспа ἡ ἀνεμοβλογιά· черная \оспа ἡ αίμορραγική εὐλογιά· прививать \оспау κάνω ἐμβόλιο κατά τής εὐλογιάς· лицо в \оспае πρόσωπο βλογιοκομμένο. -
4 оспа
-ы θ. (ιατρ.)1. ευλογιά•чрная ευλογιά αιμορραγική•
оввчья оспа ευλογιά προβάτων•
коровья оспа βουφλυζακίωση•
привить -у εμβολιάζω, δαμαλίζω.
2. στίγματα (ουλές) ευλογιάς•лицо в -е βλογιοκομμένο πρόσωπο.
-
5 оспа
оспа ж η ευλογιά; ветряная \оспа η ανεμοβλογιά* привить \оспау κάνω δαμαλισμό* * *жη ευλογιάветряна́я о́спа — η ανεμοβλογιά
приви́ть о́спу — κάνω δαμαλισμό
-
6 благодать
благодатьж ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐλογία:какая \благодать! τί παράδεισος!, τί εὐλογία! -
7 оспа
мед. η ευλογιάветряная - η ανεμοβλογιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оспа
-
8 благословение
благослов||ениес ἡ εὐλογία, ἡ εὐχή. -
9 благодать
[μπλαγκαντάτ*] ουσ. α ευλογία -
10 благословение
[μπλαγκασλαβιένιιε] ουσ. ο. ευλογία -
11 оспа
[όσπα/] ουσ. θ. ευλογιά -
12 благодать
[μπλαγκαντάτ'] ουσ α ευλογία -
13 благословение
[μπλαγκασλαβιένιιε] ουσ ο ευλογία -
14 оспа
[όσπα] ουσ θ ευλογιά -
15 благодать
-и θ.παλ. ευδαιμονία, ευτυχία, ευημερία, τα καλά του θεού•какая у вас тут -! τι ευτυχισμένοι που είστε!
εκφρ.благодать в доме – αφθονία αγαθών στο σπίτι, ευλογία θεού. -
16 благословение
-я ουδ.1. ευλογία, ευχή•он получил благословение отца αυτός πήρε την ευχή του πατέρα.
2. μτφ. έγκριση• παρακίνηση, προτροπή, συγκατάθεση, συμφωνία.3. παλ. ευγνωμοσύνη. -
17 заразить
-ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зараженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ. ц.1. μολύνω, μιαίνω•заразить гриппом μολύνω με γρίπη.
|| μολύνω την ατμόσφαιρα.2. μτφ. μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ•заразить страхом μεταδίνω το φόβο•
заразить примером μεταδίνω το κακό παράδειγμα.
|| διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω.1. μολύνομαι•заразить оспой μολύνομαι από ευλογιά.
2. επηρεάζομαι•заразить суеверием μολύνομαι από δεισιδαιμονία.
-
18 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
19 тронуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тронутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. βλ. трогать.2. θίγω, βλάπτω λίγο• πειράζω•мороз -ул деревья η παγωνιά πείραξε τα δέντρα•
пожар не -ул нашего дома η πυρκαγιά δεν ε-πεξετάθηκε στο σπίτι μας•
оспа -ла его лицо η ευλογιά άφησε λίγα σημάδια στο πρόσωπο του.
3. ξεκινώ, εκκινώ, αναχωρώ, φεύγω.1. βλ. трогаться.2. θίγομαι, βλάπτομαι λίγο, πειράζομαι.3. κινούμαι ελαφρά, κάνω ελαφρά κίνηση.
См. также в других словарях:
εὐλογία — εὐλογίᾱ , εὐλογία good or fine language fem nom/voc/acc dual εὐλογίᾱ , εὐλογία good or fine language fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
εὐλογίᾳ — εὐλογίαι , εὐλογία good or fine language fem nom/voc pl εὐλογίᾱͅ , εὐλογία good or fine language fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — η 1. η πράξη του ευλογώ, καλός λόγος, έπαινος. 2. ευχή για την ευτυχία κάποιου. 3. μτφ., πλούτος, αφθονία αγαθών: Ευλογία Θεού. 4. αντίδωρο που δίνει στους πιστούς ο παπάς. 5. (ιατρ.), εξανθηματική αρρώστια, αλλ. ευλογιά, βλογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογίας — εὐλογίᾱς , εὐλογία good or fine language fem acc pl εὐλογίᾱς , εὐλογία good or fine language fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίαι — εὐλογία good or fine language fem nom/voc pl εὐλογίᾱͅ , εὐλογία good or fine language fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίαν — εὐλογίᾱν , εὐλογία good or fine language fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογιῶν — εὐλογία good or fine language fem gen pl εὐλογίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίαις — εὐλογία good or fine language fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίῃ — εὐλογία good or fine language fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίῃσιν — εὐλογία good or fine language fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)